παρκάρω — παρκάρω, πάρκαρα και παρκάρισα, παρκαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρκάρω — σταθμεύω αυτοκίνητο ή άλλο όχημα σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.parcare] … Dictionary of Greek
μπατάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατάρω, η κλίση προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπατάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά … Dictionary of Greek
πάρκιν — το 1. ειδικός χώρος κατάλληλος για τη στάθμευση αυτοκινήτων ή άλλων οχημάτων 2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρκάρω, η στάθμευση αυτοκινήτου σε κατάλληλο χώρο, το παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parking] … Dictionary of Greek
παρκάρισμα — το η στάθμευση αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο ώστε να μην παρεμποδίζεται η κυκλοφορία άλλων τροχοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρκάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
ρεμιζάρω — Ν 1. αναπαύομαι, αράζω 2. παρκάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. remiser «τοποθετώ άμαξα στο αμαξοστάσιο» (βλ. και λ. ρεμίζα)] … Dictionary of Greek
σοτάρισμα — το, Ν καβούρντισμα, ελαφρό τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοτάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουλατσάρισμα — το, Ν το σουλάτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλατσάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουμάρισμα — το, Ν η σούμα, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek